-
1 механика
η μηχανική- неизменяемых систем - των άκαμπτων συστημάτων/σωμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > механика
-
2 сейсмостойкий
σεισμοανθεκτικός-ость (сооружений) η αντισεισμική αντοχή/συμπεριφορά (των κατασκευών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сейсмостойкий
-
3 сталь
ο χάλυβ/ας, ο χάλυψ, разг. το ατσάλι (ξεν.)закалять - σκληρύνω το - α, βάφω το - αбыстрорежущая - ταχείας κοπής, ο ταχυχάλιψбулатная - см. дамасская -высоколегированная - υψηλά κραματομέ-νος -, το πλούσιο χαλυβόκραμαконвертерная - см. бессемеровская -конструкционная - των κατασκευών, δομικός -мартеновская - Σήμενς, - Μαρτέν της ανοικτής εστίαςмягкая - μαλακός -, ναυπηγίσιμος -нелегированная - κοινός -, ανθρακούχος -низколегированная - χαμηλά κραματομένος -, το πτωχό χαλυβόκραμαпростая - κοινός -, ανθρακούχος -профильная - σεμορφοδοκούς, ο μορφοχάλυβαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сталь
-
4 док
1. мор. η δεξαμενή, η νηοδόχη, το κρηπίδωμα, разг. о ντόκος (ξεν.) 2. (судоре-монт, судостроение) η δεξαμεν/ήο ντόκος (ξεν.)диаметральная линия - а διαμήκης κεντρική γραμμή της - ής, ставить (судно) в - εισάγω (το πλοίο) στη -, δεξαμενίζωсудостроительный - τοναυπηγείο, των ναυπηγικών κατασκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > док
-
5 каскад
1. (водопад) η υδατόπτωση, ο καταρράκτης 2. тех. η σειρά (των ομοίων κατασκευών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каскад
-
6 фермовоз
το αυτοκίνητο/φορτηγό για μεταφορές των μεταλλικών κατασκευών ή δικτυωτών δοκών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фермовоз
См. также в других словарях:
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
προκατασκευή (οικοδομική) — Σύγχρονη οικοδομική τεχνική στην οποία καταφεύγει η οικοδομική βιομηχανία για να οργανώσει κατά ορθολογιστικότερο τρόπο την παραγωγή της. Π. σημαίνει την εκτός εργοταξίου βιομηχανική κατασκευή τμημάτων του κτιρίου, ικανών να χρησιμοποιηθούν στο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
Γέλτσιν, Μπόρις Νικολάγεβιτς — (Boris Nikolayevich Yeltsin, Σβερντλόφσκ 1931 –). Ρώσος πολιτικός, πρόεδρος της Ρωσίας (1991 99). Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πολυτεχνείο, εργάστηκε στον τομέα των κατασκευών (1955 68). Το 1961 έγινε μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος της… … Dictionary of Greek
παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… … Dictionary of Greek